ισοκλεής
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
ἰσοκλεής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος.
επίρρ...
ἰσοκλεῶς (Μ)
με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο-κλεής, μεγαλο-κλεής].