ισόδοξος

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

ἰσόδοξος, -ον (Α)
(γλωσσ. του ισοκλεής) ίσος κατά τη δόξα.
επίρρ...
ἰσοδόξως (Α)
με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθόδοξος, φιλόδοξος].