κινησίγαιος
English (LSJ)
[σῐ], ον, A gloss on ἐννοσίγαιος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1440] Erkl. von ἐνοσίγαιος; Schol. Il. 14, 135; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνησίγαιος: -ον, ὁ κινῶν τὴν γῆν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐννοσίγαιος, Ἡσύχ.
Spanish
Greek Monolingual
κινησίγαιος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που κινεί τη γη, ο εννοσίγαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι- (< κινῶ) + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. εννοσί-γαιος, επηλύ-γαιος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.