κινησίγαιος

Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[σῐ], ον, A gloss on ἐννοσίγαιος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1440] Erkl. von ἐνοσίγαιος; Schol. Il. 14, 135; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνησίγαιος: -ον, ὁ κινῶν τὴν γῆν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐννοσίγαιος, Ἡσύχ.

Spanish

que agita la tierra

Greek Monolingual

κινησίγαιος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που κινεί τη γη, ο εννοσίγαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι- (< κινῶ) + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. εννοσί-γαιος, επηλύ-γαιος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.