εννοσίγαιος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α)
(ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + -γαιος < γαία].