κονταράτος

Revision as of 13:59, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, one armed with a spear, Anon. in Rh. 103.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM κονταρᾱτος, -η, -ον)
αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. -ᾶτος (< λατ. -atus), πρβλ. μελ-άτος, νυχ-άτος].