και κερήθρα, ηο χωρισμένος σε πολλά μικρά εξάγωνα κελλιά πλακούντας τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από κερί και στον οποίο εναποθέτουν το μέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. αρμυρ-ήθρα, δακτυλ-ήθρα)].