κεφαλόβρωτος

Revision as of 13:28, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A eaten away at the top, (βιβλία) Arch.Pap.6.101 (ii A.D.).

Greek Monolingual

κεφαλόθρωτος, -ον (Α)
πάπ. (για βιβλία) ο φαγωμένος στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ημί-βρωτος, καρπό-βρωτος].