φαγωμένος

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει φαγωθεί
2. αυτός που έχει φθαρεί
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει φάει, χορτάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. του ρ. φαγώνομαι].