κλεψίσοφος

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίσοφος: -ον, προσποιούμενος τὸν σοφόν, κλεψίσοφοι νοθεύοντες τὰς γραφὰς Μεθόδ. σ. 376Β.

Greek Monolingual

κλεψίσοφος, -ον (AM)
αυτός που προσποιείται τον σοφό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψί- (< κλέπτω) + -σοφός (< σοφός), πρβλ. πάν-σοφος, φιλό-σοφος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].