κρυψίπτερος

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίπτερος: -ον, ἔχων κεκρυμμένας, κεκαλυμμένας τὰς πτέρυγας, Φιλῆς π. Ζώων ἰδιότ. 67. 15.

Greek Monolingual

κρυψίπτερος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κρυμμένα, καλυμμένα τα φτερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ερασί-πτερος, τανυσί-πτερος].