τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
ηκρύπτη, κρυψώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. ἔ-κρυψ-α, αόρ. του κρύβω) + κατάλ. -άνα (πρβλ. πλεξ-άνα, φαγ-άνα)].