κρουσιδημώ
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
κρουσιδημῶ, -έω (Α)
(κωμ. κατά το κρουσιμετρώ) εξαπατώ τον δήμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- (πρβλ. κρούσ-ις του κρούω) + δημῶ (< -δήμος < δῆμος), πρβλ. απο-δημώ, εν-δημώ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].