λιθοκαλλής

Revision as of 14:29, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές, A of beautiful stone, μορφή App.Anth.2.534 (Halic.).

Greek Monolingual

λιθοκαλλής, -ές (Α)
αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -καλλής (< κάλλος) πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής].