λιθοκαλλής

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκαλλής Medium diacritics: λιθοκαλλής Low diacritics: λιθοκαλλής Capitals: ΛΙΘΟΚΑΛΛΗΣ
Transliteration A: lithokallḗs Transliteration B: lithokallēs Transliteration C: lithokallis Beta Code: liqokallh/s

English (LSJ)

λιθοκαλλές, of beautiful stone, μορφή App.Anth.2.534 (Halic.).

Greek Monolingual

λιθοκαλλής, -ές (Α)
αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -καλλής (< κάλλος) πρβλ. ακαλλής, περικαλλής].