λοξόβαμος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
λοξόβαμος: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 55Α, 713.
λοξόβαμος, -ον (Α)
λοξοβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βαμος (< βαίνω) (πρβλ. παλίμ-βαμος, χορταιό-βαμος)].