Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
λῠκοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.
λυκοθήρας και λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λογο-θήρας, χρυσο-θήρας].