μελλούμενος

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

-η, -ο
1. μελλοντικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μελλούμενα
αυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κατάλ. -ούμενος αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. χαρ-ούμενος, χρειαζ-ούμενος)].