μετεωρόκλαδος

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

μετεωρόκλαδος, -ον (Α)
αυτός του οποίου οι κλάδοι εκτείνονται στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + κλάδος (πρβλ. ολιγό-κλαδος, πολύ-κλαδος)].