μολυβδιώ

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

μολυβδιῶ, -άω (Α)
έχω το χρώμα του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -ιάω, -ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτ-ιώ, λεοντ-ιώ)].