ιχθύδιο
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
το (Α ἰχθύδιον)
υποκορ. ψαράκι
αρχ.
επιγρ. ο αστερισμός τών Ιχθύων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυΐδιον < ἰχθυ(ο)- + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. αγαλματ-ίδιον, λεπ-ίδιον)].