ισχνοποιός
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
ἰσχνοποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθιστά κάτι ισχνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, θερμο-ποιός.