ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
(Μ θεροκοπῶ, -έω)θερίζω συνεχώς και με ζήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + -κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο-κοπώ, μεθο-κοπώ].