πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἱεροφάντωρ, ὁ (Α)(ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεο-φάντωρ, ουρανο-φάντωρ].