τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
ο, θηλ. κοψομύτααυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλο-μύτης, ψηλο-μύτης.