ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
εὐπόρφυρος, -ον (Α)αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πορφυρος (< πορφύρα), πρβλ. αλι-πόρφυρος.