μοιρονόμος
English (LSJ)
ον, (νέμω) A dispensing fate, Aristid.Or.48(24).31.
German (Pape)
[Seite 198] Schicksal vertheilend, Aristid.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298.
Greek Monolingual
μοιρονόμος, -ον (Α)
αυτός που ορίζει την τύχη σε καθέναν από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα «πεπρωμένο»·νόμος (< νέμω «μοιράζω»), κληρονόμος.