οὐρανοσκόπος
English (LSJ)
ον, A observing the heavens: as Subst., a kind of fish, elsewh. καλλιώνυμος, Diph.Siph. ap. Ath.8.356a, Plin.HN32.69, Gal. UP3.3.
German (Pape)
[Seite 418] den Himmel beschauend. – Als subst. eine Fischart, sonst καλλιώνυμος genannt, Ath. VIII, 356 a; vgl. Plin. H. N. 32, 7, 24.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὸν οὐρανόν· ― ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἰχθύος τοῦ ἄλλως καλουμένου καλλιωνύμου, Ἀθήν. 356Α, Plin. II.Ν. 32. 7, πρβλ. Sprengel Diosc. 2. 96, Greenhill εἰς Θεόφρ. 40. 11.
Greek Monolingual
-ο (Α οὐρανοσκόπος, -ον)
1. αυτός που παρατηρεί τον ουρανό
2. το αρσ. ως ουσ. ο ουρανοσκόπος
ζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. λύχνος και τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].