ουρανοσκόπος
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Greek Monolingual
-ο (Α οὐρανοσκόπος, -ον)
1. αυτός που παρατηρεί τον ουρανό
2. το αρσ. ως ουσ. ο ουρανοσκόπος
ζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας ουρανοσκοπίδες, κν. λύχνος και τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].