determine
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
decide: P. and V. δικάζειν, διαγιγνώσκειν, κρίνειν, διαιρεῖν, γιγνώσκειν, Ar. and P. διακρίνειν, V. διειδέναι.
arbitrate on: P. and V. βραβεύειν; (acc.) (Eur., Hel. 996).
fix: P. and V. ὁρίζειν, διορίζειν.
appoint: P. and V. τάσσειν, προστάσσειν.
determine beforehand: V. προτάσσειν.
verb intransitive resolve (with infin.); P. and V. βουλεύειν, ἐννοεῖν, νοεῖν, P. γνώμην ποιεῖσθαι, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.
I have determined: P. and V. δοκεῖ μοι, δέδοκταί μοι, δεδογμένον μοι, δεδογμένον ἐστί μοι (all with infin.).