παναληθής

Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A all true, π. κακόμαντις Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.). Adv. -θῶς Id.Supp.86 (lyr.). 2 of things, absolutely true or real, ἡδονή Pl.R.583b, cf. Iamb.Protr.4 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰληθής: -ές, ὅλως ἀληθής, π. κακόμαντις, ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων μάντις κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς ἀληθής, ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait véridique.
Étymologie: πᾶν, ἀληθής.

Greek Monolingual

παναληθής, -ές (ΑΜ)
1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός
2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).
επίρρ...
παναληθῶς (Α)
αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀληθής.

Greek Monotonic

πᾰνᾰληθής: -ές,
1. όλος αληθινός, εντελώς αληθινός, λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνᾰληθής:
1) вполне правдивый, говорящий совершенную правду (κακόμαντις Aesch.);
2) истинный, подлинный, действительный (ἡδονή Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναληθής -ές [πᾶς, ἀληθής] van pers. geheel de waarheid sprekend. van zaken geheel waar, werkelijk.

Middle Liddell

πᾰν-ᾰληθής, ές
1. all true, all too true, of a person, Aesch.
2. of things, absolutely true or real, Plat.