Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
επίρρ. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ὅλως + επίρρ. διόλου.