ολωσδιόλου

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

Greek Monolingual

επίρρ. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ὅλως + επίρρ. διόλου.