ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
το, Ν1. μικρός πετεινός, κοκοράκι2. μτφ. άνθρωπος ευερέθιστος και καβγατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + κατάλ. -άρι (< υποκορ. κατάλ. -άριον), πρβλ. μοσχ-άρι].