διασπαστικός
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Spanish (DGE)
-ή, -όν
discordanteglos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.