οικοτροφείο

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

το
1. ίδρυμα στο οποίο παρέχεται στέγη και τροφή με καταβολή χρημάτων
2. δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο στο οποίο διαμένουν και τρέφονται οι μαθητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικότροφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων].