ἐξακουστέον
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
English (LSJ)
Gramm., A one must understand (a word), Sch.Pi.O. 1.157 (v.l.), Sch.Str.7.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξακουστέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ἐξακούειν, ὑπονοεῖν, τοὺς Ἕλληνας ἐξακουστέον Κλήμ. Ἀλ. 733· παρὰ Γραμμ., δεῖ ἐξυπακούειν, «ἔξωθεν ἐξακουστέον τὸν Ὀλυμπιακὸν ἀγῶνα», Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ὀλ. 1. 157· δεῖ προσέχειν, μετὰ γεν., οὐ γὰρ μύθων παιδικῶν ἐξακουστέον Κλήμ. Ἀλ. σ. 356.
Spanish (DGE)
1 hay que escuchar, hay que prestar atención ὅπερ καὶ μᾶλλον ἐ. Clem.Al.Paed.1.5.20, cf. Phlp.in GC 83.12, c. gen. οὐ γὰρ μύθων παιδικῶν ἐ. Clem.Al.Strom.1.29.180.
2 hay que entender, hay que interpretar c. or. de inf. δεδειγμένου ... ὅπως κλέπτας εἰρῆσθαι πρὸς τοῦ κυρίου τοὺς Ἕλληνας ἐ. habiendo yo demostrado cómo debe entenderse que los griegos paganos sean llamados ladrones por el Señor Clem.Al.Strom.5.14.140, c. gen. οὕτω ... ὡς θεωρήματος ἐ. τοῦ λόγου Olymp.in Cat.62.1.
Greek Monolingual
βλ. εξακούω.