Τιτανίδα
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
η / Τιτανίς, -ίδος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. Τιτηνίς Α
μυθ. καθεμιά από τις αδελφές ή τις συζύγους τών Τιτάνων («Τιτανὶς Θέμις», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «Τιτανὶς γῆ
ἤτοι πᾱσα ἡ γῆ [ἤ] ἡ [Ἀττικὴ] ἀπὸ τῶν κατεχόντων»
β) «Τιτανίδα
τὴν Εὔβοιαν».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Τιτᾶνες + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. Τιτυρ-ίς)].