νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
ἀκάκουργος, -ον (Μ) κακοῡργος1. ο μη κακούργος, ο αγαθός2. επίρρ. άκακούργωςάδολα, άκακα, αφελώς.