αριπρεπής

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

-ές (AM ἀριπρεπής [-οῡς], -ές)
1. διαπρεπής, διακεκριμένος
2. (για πράγματα) πολύ φωτεινός, λαμπρός
3. εμφανής, περίβλεπτος («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -πρεπής < πρέπω «ξεχωρίζω, λάμπω»].