αδελφιδούς

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

ἀδελφιδοῡς (-οῡ), ο (Α) ἀδελφός
γιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -ιδοῦς].