καρυόκουφος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
καρυόκουφος, -ον (Α)
ελαφρός σαν καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κοῡφος «ελαφρός»].