δοξολογέω
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
German (Pape)
[Seite 657] rühmen, Sp.
Spanish (DGE)
jud.-crist. alabar, glorificar gener. c. compl. dir. ref. a Dios δοξολογοῦμέν σε LXX Od.14.7, cf. Gr.Naz.M.37.511A, τὸν δεσπότην T.Iob 50, τὸν πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Phys.B 293.8, τὴν τριάδα Epiph.Const.Haer.76.47.3, cf. Basil.M.29.301C, Θεὸν Πατέρα Afric.Ep.Arist.1 (p.56.31), Χριστόν Cyr.Al.Luc.1.3.7, cf. Origenes M.17.132C, Cyr.Al.M.70.548B, en v. pas. τῷ παρὰ πάσης δοξολογουμένῳ τῆς κτίσεως Cyr.Al.M.73.84B, cf. Cat.Cod.Astr.9(2).169
•irón. ref. a espíritus diabólicos τὰ τῆς πλάνης πνεύματα δοξολογοῦσιν Iust.Phil.Dial.7.3
•c. ac. de abstr. exaltar τοῦ ὑψηλοῦ τόπου τὸ ποίημα T.Iob 49, τὸ θεῖον Epiph.Const.Haer.70.8.10, en v. pas. δοξολογεῖσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ (Χριστοῦ) ... ἀπ' ἄκρου τῆς γῆς Cyr.Al.M.70.861A
•abs. alabar a Dios ἀποπαύσονται τάχα που καὶ τοῦ δοξολογεῖν Cyr.Al.M.69.857A, κατὰ τὸν μέγαν Δαβίδ Procop.Gaz.M.87.2460B.