δοξολογέω

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

German (Pape)

[Seite 657] rühmen, Sp.

Spanish (DGE)

jud.-crist. alabar, glorificar gener. c. compl. dir. ref. a Dios δοξολογοῦμέν σε LXX Od.14.7, cf. Gr.Naz.M.37.511A, τὸν δεσπότην T.Iob 50, τὸν πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Phys.B 293.8, τὴν τριάδα Epiph.Const.Haer.76.47.3, cf. Basil.M.29.301C, Θεὸν Πατέρα Afric.Ep.Arist.1 (p.56.31), Χριστόν Cyr.Al.Luc.1.3.7, cf. Origenes M.17.132C, Cyr.Al.M.70.548B, en v. pas. τῷ παρὰ πάσης δοξολογουμένῳ τῆς κτίσεως Cyr.Al.M.73.84B, cf. Cat.Cod.Astr.9(2).169
irón. ref. a espíritus diabólicos τὰ τῆς πλάνης πνεύματα δοξολογοῦσιν Iust.Phil.Dial.7.3
c. ac. de abstr. exaltar τοῦ ὑψηλοῦ τόπου τὸ ποίημα T.Iob 49, τὸ θεῖον Epiph.Const.Haer.70.8.10, en v. pas. δοξολογεῖσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ (Χριστοῦ) ... ἀπ' ἄκρου τῆς γῆς Cyr.Al.M.70.861A
abs. alabar a Dios ἀποπαύσονται τάχα που καὶ τοῦ δοξολογεῖν Cyr.Al.M.69.857A, κατὰ τὸν μέγαν Δαβίδ Procop.Gaz.M.87.2460B.