ιλάριος

From LSJ
Revision as of 10:18, 1 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

ἱλάριος, ἱλαρία, ἱλάριον (ΑΜ) ιλαρός
αυτός που χαρακτηρίζεται από ιλαρότητα, ο χαρμόσυνος («τὰς ἱλαρίας ἡμέρας»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἱλάρια
χαρούμενες γιορτές προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων και κυρίως της Κυβέλης.