ιλάριος

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

ἱλάριος, ἱλαρία, ἱλάριον (ΑΜ) ιλαρός
αυτός που χαρακτηρίζεται από ιλαρότητα, ο χαρμόσυνος («τὰς ἱλαρίας ἡμέρας»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἱλάρια
χαρούμενες γιορτές προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων και κυρίως της Κυβέλης.