γλίσχρως
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec ténacité;
2 chichement, mesquinement ; difficilement, avec peine.
Étymologie: γλίσχρος.
Russian (Dvoretsky)
γλίσχρως:
1) с трудом, едва (γ. καὶ μόλις Dem.);
2) скудно, бедно (ζῆν Arst.): ἢ τὸ παράπαν οὐδὲν ἢ γ. Arst. или вовсе ничего, или очень мало;
3) скупо (γ. καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος Plat.; χορηγεῖν Plut.);
4) слабо, жалко, убого (εἰκάζειν Plat.);
5) назойливо, жадно (σαρκάζειν Arph.): γ. ἐπιθυμεῖν ζῆν Plat. жадно цепляться за жизнь.