εὔκληρος
English (LSJ)
Dor. εὐκλᾱρος, ον, A fortunate, LXX De.4.20, APl.4.296 (Antip.), Ael. Fr.288: euphemism of the dead, BGU1209.5 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1075] ein gutes Loos habend, glücklich, Poll. 3, 109; ἐΰκλαρον Σαλαμῖνα Antp. 45 (Plan. 296).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκληρος: -ον, τυχηρός, εὐτυχής, Ἀνθ. Πλαν. 296, πρβλ. Α. Β. 34. 25 ἐν λ. δύσκληρος. - ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει : «εὐεπίτευκτος».
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
εὔκληρος, -ον (ΑΜ) (Α δωρ. τ. εὔκλαρος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή μοίρα, ο ευτυχής, ο τυχερός
2. (κατά τον Φώτιο) «εὐεπίτευκτος»
αρχ.
(κατ' ευφημισμό για νεκρούς) ο μακαρίτης («ὁ εὔκληρος ἀδελφός σου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλήρος].
Greek Monotonic
εὔκληρος: -ον, τυχερός, ευτυχισμένος, σε Ανθ.