ἄσπληνος

Revision as of 09:48, 12 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον,
A spleenless, Aët.15.14.
2 ἄσπληνος, ὁ, = κισσός, Ps.-Dsc.2.179.

German (Pape)

[Seite 374] (σπλήν), ohne Milz; die Milz mindernd; τὸ ἄσπληνον, Milzkraut, Diosc.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἄσπληνον, -ου, τό Dsc.1.2, Plin.HN 27.34
bot.
1 doradilla, Ceterach officinarum DC, utilizada para eliminar la bilis, Dsc.3.134, Gal.13.239, Zopyr. en Orib.14.50.1, Vitr.1.4.10, Plin.HN 27.34.
2 ácoro bastardo, lirio amarillo, Iris pseudacorus L., o bien ácoro verdadero, Acorus calamus L., Dsc.1.2.
3 hiedra, Hedera helix L., Ps.Dsc.2.179. < ἄσπληνος ἀσπόλην· > ἄσπληνος, -ον
medic. que ha eliminado la bilis ἡ οὐσία ἔμπλαστρος ... ἀσπλήνους ποιεῖ Aët.15.15 (p.68).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄσπληνος, -ον)
αυτός που δεν έχει σπλήνα
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο κισσός
2. το ουδ. ως ουσ. το σπληνόχορτο (φυτό που θεωρείται ότι θεραπεύει παθήσεις της σπλήνας).