σπληνόχορτο

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών του γένους φτέρης σκολοπένδριο, αλλ. σπληνοβότανο.