σπληνόχορτο
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών του γένους φτέρης σκολοπένδριο, αλλ. σπληνοβότανο.