σπειροφόρος

Revision as of 09:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A bearer of a σπεῖρον, i.e. garment of image of Artemis, Jahresh. 18 Beibl. 287 (Ephesus).

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir- (< σπείρα) + -fer (< λατ. fero «φέρω»)].
(II)
-ον, Α
αυτός που φορεί σπεῑρον, ένδυμα με παράσταση της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + -φόρος (< φέρω)].