ἄδειπνος

Revision as of 07:32, 28 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, without dinner, dinnerless, without the evening meal, supperless, Hp.Aph.5.41, X.An.4.5.21, etc.

German (Pape)

[Seite 32] der noch nicht (die Hauptmahlzeit, δεῖπνον) gegessen hat, Xen. An. 4, 5, 21 u. öfter, wie Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδειπνος: -ον, ὁ ἄνευ τοῦ ἑσπερινοῦ φαγητοῦ, ὁ μὴ δειπνήσας, Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 21, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans dîner, sans souper.
Étymologie: ἀ, δεῖπνον.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha cenado Hp.Aph.5.41, X.An.4.5.21, Plu.2.157d, Men.Asp.232, Aen.Tact.26.2, Nonn.D.17.51, Ach.Tat.5.21.3.

Greek Monotonic

ἄδειπνος: -ον (δεῖπνον), αυτός που δεν δείπνησε, ο νηστικός, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄδειπνος, -ον) δεῖπνον
αυτός που δεν δείπνησε, που δεν έφαγε βραδινό φαγητό, ο αδείπνητος.

Russian (Dvoretsky)

ἄδειπνος: непообедавший: ηὐλίσθησαν ἄνευ πυρὸς καὶ ἄδειπνοι Xen. они расположились лагерем, не зажигая огней и не поевши.

Middle Liddell

δεῖπνον
supperless, Xen., etc.